- παρ-οδικός
παρ-οδικός, ή, όν, zur πάροδος gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-οδικός, ή, όν, zur πάροδος gehörig, Scholl., s. Argum. Aesch. Pers.; – vorübergehend, Sp., auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προοδικός — ή, όν, Μ αυτός που εκπορεύεται, που εκπηγάζει από κάπου. Επίρ. προοδικῶς κατά την εκπόρευση, όπως εκπηγάζει κάτι από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οδικός (< ὁδός), πρβλ. παρ οδικός] … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Αμμάν — Πόλη (1.415.000 κάτ. το 1999) και πρωτεύουσα του βασιλείου της Ιορδανίας και του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (8.231 τ. χλμ., 1.864.450 κάτ. το 1999), χτισμένη προς το βορειοδυτικό άκρο του άξενου υπεριορδανικού οροπεδίου. Πολύ παλιά πόλη,… … Dictionary of Greek