παρ-οδεύω

παρ-οδεύω

παρ-οδεύω, vorübergehen; Theocr. 23, 47; Glauc. 2 (IX, 341); an Etwas, mit dem acc., Luc. Nigr. 36; Scyth. 10, u. öfter bei Plut.; auch pass., amator. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπαρόδευτος — εὐπαρόδευτος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος, χωρίς να προσελκύσει την προσοχή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ οδεύω «διέρχομαι μπροστά από κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”