- παρθεν-ώδης
παρθεν-ώδης, ες (εἶδος), von jungfräulichem Ansehen, jungfräullch, St. B. v. Παρϑένιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθεν-ώδης, ες (εἶδος), von jungfräulichem Ansehen, jungfräullch, St. B. v. Παρϑένιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek