- ἀπό-ψηφοι
ἀπό-ψηφοι ἐγένοντο, = οὐκ ἤνεγκον ψῆφο ν, B. A. 9, 20, τοῦ ἀποκτεῖναι, sie verurtheilten ihn nicht zum Tode.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-ψηφοι ἐγένοντο, = οὐκ ἤνεγκον ψῆφο ν, B. A. 9, 20, τοῦ ἀποκτεῖναι, sie verurtheilten ihn nicht zum Tode.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ιθάκης — Ό,τι κι αν έχετε ακούσει για τον Όμηρο και για τον πολυμήχανο ήρωα της Οδύσσειας, εδώ, στο μικρό αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας του νησιού Βαθύ, θα βρεθείτε ενώπιον των ευρημάτων που για πολλούς ερευνητές αποδεικνύουν την ταύτιση του νησιού … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια — Ποινικά δικαστήρια, στα οποία εντάσσονται τα μεικτά ορκωτά δικαστήρια και τα μεικτά ορκωτά εφετεία. Το μεικτό ορκωτό δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό των κακουργημάτων (εκτός από αυτά που ανήκουν στην αρμοδιότητα των… … Dictionary of Greek
λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… … Dictionary of Greek