- παρθενήϊος
παρθενήϊος, = παρϑένειος, Pind. N. 8, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθενήϊος, = παρϑένειος, Pind. N. 8, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθένειος — και ποιητ. τ. παρθενήϊος, ον, Α [παρθένος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, παρθενικός, κοριτσίστικος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρθένεια α) λυρικά χορικά άσματα, είδος πομπικών ύμνων που άδονταν με τη συνοδεία αυλού από νεαρές… … Dictionary of Greek