ἀπό-τμημα

ἀπό-τμημα

ἀπό-τμημα, τό, der Abschnitt, Ausschnitt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τμήμα — το / τμῆμα, ήματος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τμᾱμα, άματος, Α 1. τεμάχιο, κομμάτι 2. υποδιαίρεση, μέρος ενός συνόλου (α. «μεγάλο τμήμα τού δάσους κάηκε» β. «τὰ τῆς οἰκουμένης τμήματα», Γρηγ. Ναζ.) 3. μαθ. το επακριβώς καθορισμένο μέρος μιας ευθείας, μιας …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

  • Μογκιλιόφ — Πόλη (371.300 κάτ. το 1999) της Λευκορωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται σε απόσταση 170 χλμ. από το Μινσκ και εκτείνεται στο μεγαλύτερο τμήμα της πάνω στη δεξιά όχθη του ποταμού Δνείπερου. Αποτελεί σπουδαίο σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… …   Dictionary of Greek

  • καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… …   Dictionary of Greek

  • απόδοση — η 1. το να δίνει κανείς κάτι που οφείλει πίσω: Η απόδοση εκείνων που δανείστηκε κανείς δεν επιβάλλεται μόνο από το νόμο, αλλά και από την ηθική. 2. απονομή: Απόδοση τιμών στον πρωθυπουργό που γύριζε από τμήμα καταδρομέων. 3. ερμηνεία του νοήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκάλυψη — η 1. η ενέργεια του προκαλύπτω, κάλυψη από τα εμπρός, απόκρυψη. 2. το σύνολο των μέσων και των ενεργειών για απόκρουση αιφνιδιαστικής επιδρομής αντιπάλου. 3. μεθοριακή γραμμή που φυλάγεται από τμήμα στρατού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτρούβι(ν) — κουτρούβι(ν), τὸ (Μ) είδος πήλινου δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρούφι (διαλεκτ. τ. τού κροτάφων, υποκορ. τού κρόταφος), με ηχηροποίηση (φ>β). Για τη μεταφορά σημ. από «τμήμα κεφαλιού» σε «είδος δοχείου» και το αντίστροφο βλ. και κούτελο] …   Dictionary of Greek

  • εχίμυς — (echimys). Γένος τρωκτικών. Μοιάζουν με ποντίκια, ενώ το μήκος τους φτάνει τα 30 εκ. Έχουν αγκάθια στο σώμα και μακριά ουρά, σκεπασμένη με λέπια. Το χρώμα τους είναι καστανό, εκτός από τμήμα της κοιλιάς που είναι άσπρο. Οι ε. αριθμούν 10 είδη και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”