- ἀπό-τευξις
ἀπό-τευξις, ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-τευξις, ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τεύξις — (I) εως, ἡ, Α [τεύχω] (κατά τον Ησύχ.) «κατασκευή, ποίησις». (II) εως, ἡ, Α 1. επιτυχία, απόκτηση 2. τυχαία συνάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα τευχ τής ρίζας τού ρ. τυγχάνω*] … Dictionary of Greek
τύξις — εως, ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) κατασκευή, τεῡξις* 2. τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. τεῦξις*, σχηματισμένος από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τεύχω (πρβλ. τυκ τός)] … Dictionary of Greek