- παρ-ηγορητικός
παρ-ηγορητικός, ή, όν, = παρηγορικός, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ηγορητικός, ή, όν, = παρηγορικός, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736.
http://www.zeno.org/Pape-1880.