οπωπή — ὀπωπή, ἡ (Α) 1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» όπως είδες, Ομ. Οδ.) 2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση 3. η αίσθηση τής όρασης 4. ο βολβός τού οφθαλμού 5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον… … Dictionary of Greek
ὀπωπῇ — ὀπωπή a sight fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπή — a sight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπαῖς — ὀπωπή a sight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπαί — ὀπωπή a sight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπᾶς — ὀπωπή a sight fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπῆς — ὀπωπή a sight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπωπήν — ὀπωπή a sight fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδωδή — ὀδωδή, ἡ (Α) οσμή, μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον παρακμ. ὄδωδα τού ὄζω* (πρβλ. ὄπωπα: ὀπωπή)] … Dictionary of Greek
οκωχή — ὀκωχή, ἡ (Α) (αντί ὄχή*) στήριγμα, υποστήριξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ὀχή* με αναδιπλασιασμό (πρβλ. οδωδή, οπωπή)] … Dictionary of Greek
ὀπωπάν — ὀπωπά̱ν , ὀπωπή a sight fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)