ἀ-πράγμων

ἀ-πράγμων

ἀ-πράγμων, ον (πρᾶγμα), 1) geschäftslos, bes. frei von Staatsgeschäften, ἀνὴρ ἰδιώτης ἀπρ. Plat. Rep. X, 620 c; αὐτουργοὶ καὶ ἀπράγμονες VIII, 565 a: öfter bei Dem., der es besonders von einem ruhigen, sich um die öffentlichen Geschäfte nicht kümmernden Manne braucht u. mit μέτριος, ἀφιλόνεικος abdi, 42, 12. 40, 32; vgl. Thuc. 2, 40; Pol. setzt es dem πολυπράγμων entgegen, 9, 29, 2; dah. friedliebend, Thuc. 2, 64; πόλις 6. 18; τὸ ἄπραγμον, Friedensliebe, 2, 63; τόπος απ ράγμων, ein Ort ohne Gerichtshändel, Ar. Av. 44. – 2) sorglos, καὶ ἡδεῖα σίτων ἀπόλαυσις Xen. Mem. 2, 1, 33; ohne Mühe zu machen, τελευτὴ ἀπραγμονεσ τάτ η τοῖς φίλοις Xen. Apolog. 7, vgl. Ages. 4, 1. – Adv. απραγμόνως, ohne Händel zu erregen, friedlich, Xen. Hell. 6, 4, 27; vgl. Thuc. 6, 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιοπράγμων — ἰδιοπράγμων, ον (Α) αυτός που φροντίζει μόνο για τα ατομικά του συμφέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ισχυροπράγμων — ἰσχυροπράγμων ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… …   Dictionary of Greek

  • λογοπραγμονώ — λογοπραγμονῶ, έω (Α) λογοπραγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λογοπράγμων < λογο * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοπράγμων — ον (Α μεγαλοπράγμων, ον) αυτός που κάνει μεγαλεπήβολα σχέδια και επιχειρεί ή επιδιώκει να πράξει σπουδαία έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • μισοπράγμων — μισοπράγμων, ον (Α) αυτός που μισεί, που αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη, φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. φιλο πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοπράγμων — ον, αρσ. και ολιγοπράγμονας (Α ὀλιγοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με λίγα πράγματα νεοελλ. αυτός που δεν έχει ενδιαφέροντα και φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ομοπράγμων — ὁμοπράγμων, ὁ (Α) αυτός που συμπράττει με κάποιον άλλο, βοηθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • παλαιοπράγμων — παλαιοπράγμων, ον (Α) παλαιοθέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοπράγμων — ον, Α αυτός που ασχολείται με πολλές και διαφορετικές επιχειρήσεις, πολυπράγμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυπράγμων — όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν 1. αυτός που ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις 2. αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τόν αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις μσν. αρχ. ο άκριτα περίεργος αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”