ἀ-προ-αίρετος

ἀ-προ-αίρετος

ἀ-προ-αίρετος, unvorsätzlich, unüberlegt; Arist. Eth. 5, 8 stellt es mit dem Folgdn zusammen; was außer des Menschen Willen, nicht in seiner Macht liegt, Epict.; Plut.; – adv., Arist. eth. 2, 5; D. L. 2, 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπροαίρετος — εὐπροαίρετος, ον (Α) αυτός που έχει καλή προαίρεση, ο καλοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προ αιρετός (< προ αιρούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”