- ἀ-προ-ϊδής
ἀ-προ-ϊδής, ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermuthet, sp. D.; μόρος, ἄϊδος μυχός Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); νόσος Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-προ-ϊδής, ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermuthet, sp. D.; μόρος, ἄϊδος μυχός Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); νόσος Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek