- παρθεν-οπίπης
παρθεν-οπίπης (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρϑενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρϑένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρθεν-οπίπης (ὀπιπτεύω), ὁ, Jungfrauengaffer, der nach den Mädchen guckt; voc. παρϑενοπῖπα, Il. 11, 385; VLL. erkl. περιβλέπων τὰς παρϑένους; vgl. γυναικοπίπης, παιδοπίπης, οἰνοπίπης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδοπίπης — παιδοπίπης, ὁ (Α) αυτός που κρυφοκοιτάζει πονηρά τα παιδιά, ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + οπίπης (< ὀπιπεύω*), πρβλ. παρθεν οπίπης] … Dictionary of Greek