- ἀ-πραξία
ἀ-πραξία, ἡ, Unthätigkeit, Ggstz πρᾶξις Plat. Soph. 262 c; Thatlosigkeit, Aesch. 1, 188; Gerichtsferien, Plut. Sull. 8; Müßiggang, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πραξία, ἡ, Unthätigkeit, Ggstz πρᾶξις Plat. Soph. 262 c; Thatlosigkeit, Aesch. 1, 188; Gerichtsferien, Plut. Sull. 8; Müßiggang, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πραξίας — Πραξίᾱς , Πραξίης masc acc pl Πραξίᾱς , Πραξίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) Πραξίς fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πραξίαν — Πραξίᾱν , Πραξίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπραξία — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνασε επί 45 χρόνια στο μοναστήρι Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Ήταν συγγενής του Θεοδόσιου του Μεγάλου. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου. Μονή της Αγίας Ευπραξίας ΔοκούΓυναικείο μοναστήρι… … Dictionary of Greek
ευχαριστοπραξία — εὐχαριστοπραξία, ἡ (Μ) η τέλεση τής θείας ευχαριστίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχαριστοπραξία (αντί τού ορθτ. *ευχαριστιοπραξία) < ευχαριστία + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, δικαιο πραξία] … Dictionary of Greek
εχθροπραξία — η 1. εχθρική πράξη ή ενέργεια 2. πληθ. οι εχθροπραξίες ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, κοινο πραξία. Η λ.… … Dictionary of Greek
ιερουργοπραξία — ιερουργοπραξία, η (Μ) ιερουργία, τέλεση θείας λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερουργός + πραξία (< πράξις), πρβλ. ευ πραξία, πρωτο πραξία] … Dictionary of Greek
ισοπραξία — ἰσοπραξία, ἡ (Μ) ίση, όμοια θέση ή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιο πραξία, ευ πραξία] … Dictionary of Greek
καινοπραξία — καινοπραξία, ἡ (Μ) καινοπραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραξία (< πράττω), πρβλ. δικαιο πραξία, κοινο πραξία] … Dictionary of Greek
κακοπραξία — κακοπραξία, ἡ (AM) κακοπραγία*, κακή πράξη, κακούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, πρωτο πραξία] … Dictionary of Greek
κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… … Dictionary of Greek
ληστοπραξία — η κάθε πράξη που, σύμφωνα με τον ποινικό νόμο, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ληστεία, ληστρική πράξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + πραξία (< πρᾶξις), πρβλ. ισο πραξία, κακο πραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ.… … Dictionary of Greek