- ἀ-πρό-βουλος
ἀ-πρό-βουλος, = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰςέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πρό-βουλος, = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰςέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόβουλος — ο / πρόβουλος, ον, ΝΑ (στην αρχαία Αθήνα) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρόβουλοι α) άνδρες κοινής εμπιστοσύνης που εκλέγονταν από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις σε κρίσιμες στιγμές για να αποφασίσουν για πολιτικά ζητήματα ή για να εποπτεύουν τη… … Dictionary of Greek
σύμβουλος — ο, η / σύμβουλος ΝΜΑ αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ. δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ) νεοελλ. 1. μέλος συμβουλίου … Dictionary of Greek