- ἀ-πρός-θικτος
ἀ-πρός-θικτος, unberührt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πρός-θικτος, unberührt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύθικτος — η, ο (ΑΜ εὔθικτος, ον) νεοελλ. αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων μσν. εύκολα αντιληπτός αρχ. 1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.) 2. ο ευφυής, ο έξυπνος … Dictionary of Greek