- ἀ-πρός-βλητος
ἀ-πρός-βλητος, dem man sich nicht nähern darf, tapfer, VLL. γενναῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πρός-βλητος, dem man sich nicht nähern darf, tapfer, VLL. γενναῖος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek