- ἀ-πρός-κλητος
ἀ-πρός-κλητος, nicht dazu gerufen, γνῶσις, eine Klage, zu deren Bestätigung kein Zeuge, κλητήρ, zugezogen ist, Dem. 21, 92; vgl. δίκη ἀπρ. 53, 14. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πρός-κλητος, nicht dazu gerufen, γνῶσις, eine Klage, zu deren Bestätigung kein Zeuge, κλητήρ, zugezogen ist, Dem. 21, 92; vgl. δίκη ἀπρ. 53, 14. 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek