- μῡκήτωρ
μῡκήτωρ, ορος, ὁ, = μυκητής, Nonn. D. 3, 235. 22, 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡκήτωρ, ορος, ὁ, = μυκητής, Nonn. D. 3, 235. 22, 134.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκήτωρ — μυκήτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) μυκητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι «μουγκρίζω» + επίθημα τωρ (πρβλ. οική τωρ)] … Dictionary of Greek
μυκήτορα — μυκήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκήτορι — μυκήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυκήτορος — μυκήτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)