παρ-οικίζω

παρ-οικίζω

παρ-οικίζω, dabei wohnen lassen als Ansiedler, verpflanzen, τινά τινι; Her. 4, 180 im pass., πρὶν ἤ σφι Ἕλληνας παροικισϑῆναι, wie ἔϑνος Ἰονίῳ κόλπῳ παρῳκισμένον, Luc. amor. 6. Im med., πεζὸν κἀμὲ παρῳκίσατο, Callim. ep. 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • παροικίζω — Α 1. βάζω κάποιον να κατοικήσει ως άποικος κοντά σε άλλον, εγκαθιστώ κάποιον ως άποικο 2. παθ. παροικίζομαι εγκαθίσταμαι κάπου κοντά σε άλλον ως άποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰκίζω (< οἶκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”