- μῑσ-έλλην
μῑσ-έλλην, ηνος, ὁ, Griechenhasser, Griechenfeind; Xen. Ag. 2, 31; Plut. Alcib. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῑσ-έλλην, ηνος, ὁ, Griechenhasser, Griechenfeind; Xen. Ag. 2, 31; Plut. Alcib. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιέλλην — ἡμιέλλην, ὁ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ Έλληνας, μισοέλληνας («ἡμιέλλην γάρ τις ὤν ἐτύγχανε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + Έλλην (πρβλ. μισ έλλην, φιλ έλλην)] … Dictionary of Greek
μιξέλλην — μιξέλλην, ηνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ Έλληνας και κατά το άλλο ήμισυ βάρβαρος («οὐκ ὀλίγοι δὲ μιξέλληνες, ὧν οἱ πλείους αὐτόμολοι καὶ δοῡλοι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + Ἕλλην (πρβλ. μισ έλλην)] … Dictionary of Greek