παρ-οξύνω

παρ-οξύνω

παρ-οξύνω, = παρακονάω u. παραϑήγω, scharf machen wozu, gew. übertr., anreizen, anregen zu Etwas, auch aufbringen, erbittern; πατρὸς δὲ μὴ παροξύνῃς φρένα, Eur. Alc. 674, vom Zorn; ἐν τοῖς ϑεάτροις ὁρῶ τοὺς ἀγωνιστὰς ὑπὸ τῶν παίδων παροξυνομένους, Plat. Ep. IV, 321 a; Thuc. 1, 48; καὶ τούτους ἐπαινῶν παρώξυνε, Xen. Cyr. 6, 2, 5; τὸν οἶνον παροξῦναί τι αὐτούς, Hell. 6, 4, 18; παρωξυμμένος, Lys. 4, 8, u. oft bei den Rednern, bes. in Zorn setzen, wie Dem. vrbdt οὕτως ὠργίσϑη καὶ παρωξύνϑη ὁ δῆμος, 21, 2; vgl. noch Thuc. 6, 56; c. inf., μάλιστα παροξυνϑείης βουλεύεσϑαι, Isocr. 1, 35; Xen. Mem. 3, 5, 3; παρωξύνϑην ἐπιστῆσαι τῷ πολέμῳ, Pol. 1, 14, 1; Sp., wie D. Sic. 19, 108; im Ggstz von ἀμβλύνω, Plut. Symp. 7, 10, 2; und mit praeposit., ἐπὶ τὸν πόλεμον, Isocr. 5, 3; πρὸς τὴν ἐπὶ Ῥωμαίους στρατείαν, Pol. 2, 22, 2; παροξύνει στρατηγοὺς ἐπὶ μάχην, Plut. Them. 13, u. öfter; κατά τινος, Luc. abd. 6, wie Plut. Them. 31; auch τινί, Lycurg. 87. – Das pass. braucht Hippocr. von Krankheiten, schlimmer, heftiger werden, einen entzündlichen Charakter annehmen. – Bei den Gramm. = die vorletzte Sylbe mit dem Acut versehen, das Wort zu einem Paroxytonon machen, vgl. Ath. VII, 323 c; τριςκαιδεκαέτης παροξυντέον, Schol. Il. 21, 279.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπαρόξυντος — εὐπαρόξυντος, ον (Α) 1. αυτός που ερεθίζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπαρόξυντον ο εύκολος ερεθισμός, η οξυθυμία, η αψικορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ οξύνω] …   Dictionary of Greek

  • ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… …   Dictionary of Greek

  • θήγω — και θάγω (Α) 1. οξύνω, ακονίζω 2. μτφ. παροτρύνω, ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. dhāgu «οξύς» και συνδέεται με το αρμ. daku «πέλεκυς». Η ύπαρξη τ. με ω (λ.χ. η γλώσσα τού Ησυχίου τεθωγμένοι μεθυσμένοι) αποτελούν ένδειξη σπάνιας …   Dictionary of Greek

  • οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… …   Dictionary of Greek

  • παραξυμός — ο παροξυσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οξύνω (αντί παροξυσμός)] …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”