- μῑσο-γέλως
μῑσο-γέλως, ωτος, das Lachen hassend, Alex. Aetol. bei Gell. N. A. 15, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῑσο-γέλως, ωτος, das Lachen hassend, Alex. Aetol. bei Gell. N. A. 15, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόγελως — γέλωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. φιλόγελως, ων, ΜΑ 1. αυτός που γελά εύκολα, ο επιρρεπής στο γέλιο 2. ως κύριο όν. Φιλόγελως τίτλος συλλογής αποτελούμενος από 265 ευτράπελα αποφθέγματα, χαρακτηρισμούς, ανέκδοτα και αστεία, η οποία, σύμφωνα με το λεξ.… … Dictionary of Greek