μῑσο-πόνηρος

μῑσο-πόνηρος

μῑσο-πόνηρος, das Schlechte hassend; neben καλὸς κἀγαϑός, Dem. 21, 218; Plut. superst. 10; τὸ μισ., = Vorigem, Pol. 32, 22, 6; Luc. Asin. 18. – Adv.; μισοπονήρως χρήσασϑαι τοῖς αἰτίοις, d. i. seinen Haß gegen die Schlechten an den Schuldigen auslassen, Pol. 31, 8, 5; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • μέργος — (Mergus). Γένος στεγανοπόδων της οικογένειας των νησσιδών, της τάξης των χηνόμορφων. Τα πουλιά αυτά διαφέρουν από την κοινή πάπια προπάντων στο ράμφος, το οποίο είναι μακρύ, κυλινδροκωνικό και λίγο κεκαμμένο στην κορυφή, ενώ έχει χείλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”