μῑσό-θηρος

μῑσό-θηρος

μῑσό-θηρος, die Jagd hassend, τὸ μισ., von Hunden, Xen. Cyn. 3, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυόθηρος — μυόθηρος, ὁ (Α) το ποώδες φυτό ασπάραγος ο πετραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + θηρός (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό θηρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόθηρος — η, ο / φιλόθηρος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει το κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θηρος (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό θηρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”