Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Αμπέλοψις — η Βoτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών Αμπελιδιδών*, με 20 περίπου είδη ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής, τής Κεντρικής και τής Ανατολικής Ασίας. Πολλές φορές το γένος αυτό συγχωνεύεται με την Άμπελο (Vitis) ή τον Παρθενόκισσο. Διαφέρει από το πρώτο… … Dictionary of Greek
αμβλυωπός — ή, ό (Α ἀμβλυωπός, όν) αυτός που έχει αμβλεία, δηλ. ασθενή, αδύναμη όραση (για αστέρια) αμυδρός, θαμπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὄψις. ΠΑΡ. αμβλυωπία. αρχ. ἀμβλυωπῶ] … Dictionary of Greek
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek