- αἰέλουρος
αἰέλουρος, = αἴλουρος, Her. 2, 66; Ar. Ach. 844; com. Ath. VII, 300 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰέλουρος, = αἴλουρος, Her. 2, 66; Ar. Ach. 844; com. Ath. VII, 300 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰέλουρος — αἴλουρος cat masc/fem nom sg αἰέλουρος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… … Dictionary of Greek
веселый — весел, весела, весело, укр. веселий, ст слав. веселъ κεχαριτωμένος (Супр.), болг. весел, сербохорв. ве̏сео, ве̏села, словен. vesȇɫ, чеш. vesely, слвц. vesely, польск. wesoɫy, др. польск. wiesioɫy, в. луж., н. луж. wjesoɫy. Родственно лтш.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
αἰελούρου — αἴλουρος cat masc/fem gen sg αἰέλουρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰελούρους — αἴλουρος cat masc/fem acc pl αἰέλουρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰελούρων — αἴλουρος cat masc/fem gen pl αἰέλουρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰέλουροι — αἴλουρος cat masc/fem nom/voc pl αἰέλουρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰέλουρον — αἴλουρος cat masc/fem acc sg αἰέλουρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- — u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē English meaning: to turn, wind; round, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen” Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”) Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary