αἰθαλόεις

αἰθαλόεις

αἰθαλόεις, εσσα, εν, 1) russig (αἴϑαλος), Il. 18, 23 κόνιν αἰϑαλόεσσαν = 25 μέλαινα τέφρη, s. Aristonic. Scholl.; vgl. Od. 24, 316; μέγαρον Od. 22, 239, vgl. Il. 2, 415; ϑεός, d. i. Hephästus, Suid.; πέτευρον Theocr. 13, 13. – 2) feurig, κεραυνός Hes. Th. 72; φλὸξ αἰϑαλοῠσσα Aesch. Pr. 994; κεραύνιον πὖρ Eur. Phoen. 191; Sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιθαλόεις — αἰθαλόεις, εσσα, εν (Α) [αἴθαλος] 1. ο γεμάτος αιθάλη, καπνιά, μαυρισμένος, καπνισμένος 2. αυτός που καίει, πύρινος, φλογώδης 3. αυτός που έχει σταχτοκόκκινο χρώμα 4. στη Μυκηναϊκή το επίθετο μαρτυρείται έμμεσα σε πινακίδες τής Κνωσού και τής… …   Dictionary of Greek

  • αἰθαλόεις — smoky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλόεν — αἰθαλόεις smoky masc voc sg αἰθαλόεις smoky neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλόεντα — αἰθαλόεις smoky neut nom/voc/acc pl αἰθαλόεις smoky masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλοέσσῃ — αἰθαλόεις smoky fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλοῦσσα — αἰθαλόεις smoky fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλόεντας — αἰθαλόεις smoky masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλόεντες — αἰθαλόεις smoky masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλόεντι — αἰθαλόεις smoky masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλόεντος — αἰθαλόεις smoky masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθαλόεσσα — αἰθαλόεις smoky fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”