αιθαλόεις — αἰθαλόεις, εσσα, εν (Α) [αἴθαλος] 1. ο γεμάτος αιθάλη, καπνιά, μαυρισμένος, καπνισμένος 2. αυτός που καίει, πύρινος, φλογώδης 3. αυτός που έχει σταχτοκόκκινο χρώμα 4. στη Μυκηναϊκή το επίθετο μαρτυρείται έμμεσα σε πινακίδες τής Κνωσού και τής… … Dictionary of Greek
αἰθαλόεις — smoky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλόεν — αἰθαλόεις smoky masc voc sg αἰθαλόεις smoky neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλόεντα — αἰθαλόεις smoky neut nom/voc/acc pl αἰθαλόεις smoky masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλοέσσῃ — αἰθαλόεις smoky fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλοῦσσα — αἰθαλόεις smoky fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλόεντας — αἰθαλόεις smoky masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλόεντες — αἰθαλόεις smoky masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλόεντι — αἰθαλόεις smoky masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλόεντος — αἰθαλόεις smoky masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθαλόεσσα — αἰθαλόεις smoky fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)