- παρ-οχλίζω
παρ-οχλίζω, mit dem Hebel auf die Seite schaffen, übh. eine Last hinwegheben, VLL. erkl. μετακινεῖν; vgl. Agath. (IX, 204).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-οχλίζω, mit dem Hebel auf die Seite schaffen, übh. eine Last hinwegheben, VLL. erkl. μετακινεῖν; vgl. Agath. (IX, 204).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
παροχλίζω — Μ μετακινώ ή ανυψώνω χρησιμοποιώντας μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχλίζω «κινώ με μοχλό, ανυψώνω»] … Dictionary of Greek