μὴ ὅτι

μὴ ὅτι

μὴ ὅτιἀλλά, = Vorigem; μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα, ich will nicht sagen einen Privatmann, sondern den großen König, Plat. Apol. 40 d; μὴ ὅτι τοῦτον τὸν τρόπον, ἀλλ' οὐδὲ μετὰ μαρτύρων, Dem. 30, 20, vgl. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • .ότι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι …   Dictionary of Greek

  • ότι — σύνδ. ειδ. 1. πως: Είπαν ότι θα φτάσει σήμερα το πλοίο. 2. επίρρ. χρον., μόλις, πριν από λίγο: Ότι έφτασα στο λιμάνι, ήρθε και το μήνυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅτι — ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα. — ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα. См. Я знаю, что я ничего не знаю …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ αὐτὸς ἔλεγεν, ὅτι τὸ πᾶσιν ἠρέσάι δυσχερέστατόν ἐστιν. — См. На весь свет не угодишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χὤτι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὥτι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅ τι — ὅτι , ὅστις that neut nom/acc sg ὅτι , ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι , ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁτιδή — ὅτι 1 for what indeclform (adverb) ὅτι 2 for what indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”