αἴθυγμα

αἴθυγμα

αἴθυγμα, τό (αἰϑύσσω), Schimmer, Funke, z. B. τῆς προγονικῆς δόξης Polyb. 20, 5, 4; εὐνοίας 4, 35, 7; ἀμαυρὸν, schwache Spur, Plut. Soll. an. 10. Bei VLL. auch das Anfachen des Feuers.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίθυγμα — αἴθυγμα, το (Α) [αἰθύσσω] σπίθα, λάμψη, λαμπρότητα, φεγγοβολώ (και μτφ.) …   Dictionary of Greek

  • αἴθυγμα — gleam neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθυγμάτων — αἴθυγμα gleam neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθύγμασι — αἴθυγμα gleam neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθύγματα — αἴθυγμα gleam neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθύγματος — αἴθυγμα gleam neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθύσσω — αἰθύσσω (Α) 1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω 2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ 3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω εκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”