- αἴητον
αἴητον, Hom. Il. 18, 410 vom Hephästos ἀπ' ἀκμοϑέτοιο πέλωρ αἴητον ἀνέστη (ἅπαξεἰρημ.), = τέρας μέγα, scheint entstanden zu sein aus ἀγητόν (ἄγαμαι), vgl. Buttmann Lexil. 1, 233.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἴητον, Hom. Il. 18, 410 vom Hephästos ἀπ' ἀκμοϑέτοιο πέλωρ αἴητον ἀνέστη (ἅπαξεἰρημ.), = τέρας μέγα, scheint entstanden zu sein aus ἀγητόν (ἄγαμαι), vgl. Buttmann Lexil. 1, 233.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰητόν — ἀετός eagle masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴητον — αἴητος masc/fem acc sg αἴητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ντεφόε, Ντάνιελ — (Daniel Defoe, Λονδίνο περ. 1660 – Μούρφιλντς 1731). Άγγλος συγγραφέας. Γιος εμπόρου, ασχολήθηκε κι αυτός για ένα διάστημα με το εμπόριο. Η ζωή όμως και η προσωπικότητα του Ν. δεν είναι εκείνες του τίμιου και επίμονου βιοτέχνη, του υπομονετικού… … Dictionary of Greek