- παρ-οτρύνω
παρ-οτρύνω, wozu antreiben, ermuntern; in tmesi bei Ppind., ἐμὲ δ' ὦν πὰρ ϑυμὸς ὀτρύνει φάμεν, Ol. 3, 38; παροτρύνεις με πρὸς τὸν λόγον Luc. Tox. 35, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-οτρύνω, wozu antreiben, ermuntern; in tmesi bei Ppind., ἐμὲ δ' ὦν πὰρ ϑυμὸς ὀτρύνει φάμεν, Ol. 3, 38; παροτρύνεις με πρὸς τὸν λόγον Luc. Tox. 35, u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παροτρύνω — ΝΜΑ παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω αρχ. (ως ιατρ. όρος) μετατοπίζω («ἱκανὴ τὰς ὑστέρας παροτρῡναι ἤν ἔχωσί τι φλαῡρον» ικανή να μετακινήσει τις μήτρες αν έχουν κάποια αδυναμία, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀτρύνω «παρακινώ»] … Dictionary of Greek