αἴξ

αἴξ

αἴξ, αἰγός, ἡ, 1) die Ziege (ἀίσσω, die Springerin), ὁ αἴξ Ziegenbock, Hom. oft, z. B. αἰγῶν τελείων Il. 1, 66, πίονος αἰγός 9, 207, αἰγὸς ἐυτρεφέος μεγάλοιο Od. 14, 530, ζατρεφέων αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 106, μηκάδες αἶγες Il. 11, 383, αἶγες ἄγριαι Od. 9, 118, ἄγριον αἶγα Il. 3, 24, αἶγας ἀγροτέρας Od. 1 7, 295, ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Il. 4, 105, ἰονϑάδος ἀγρίου αἰγός Od. 14, 50, αἶγας ὀρεσκῴους Od. 9. 155, dat. plur. αἴγεσιν Il. 10, 486; dat. sing. αἰγί u. nom. αἴξ bei Hom. nicht; – Aristot. H. A. 8, 28. – 2) ein Wasservogel, Arist. H. A. 8, 3. – 3) hohe Fluth, τὰ μεγάλα κύματα, nach Artemid. 2, 12, auch Suid., ἐν τῇ συνηϑείᾳ. Vgl. ἄϊκες ἀνέμων (ἀΐσσω). Andrang der Stürme, Ap. Rh. 4, 820 [– – ñ]. – 4) eine feurige Lufterscheinung, Arist. meteor. 1, 4;. – οὐρανία, Zenob. 1, 26 aus Cratin.; vgl. Antiphan. Ath. IX, 402 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἴξ — goat masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄιξ — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • αιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …   Dictionary of Greek

  • αἰγί — αἴξ goat masc/fem dat sg αἰγίς goatskin fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγῶν — αἴξ goat masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγός — αἴξ goat masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰξί — αἴξ goat masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰξίν — αἴξ goat masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγεσιν — αἴξ goat masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγεσσι — αἴξ goat masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”