- παρ-οργίζω
παρ-οργίζω, worüber erzürnen, zum Zorn reizen, N. T – Pass. worüber zürnen, ὅταν ὑμᾶς ἴδῃ παροργισϑέντας τι πρός τινας, Dem. 26, 17; Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-οργίζω, worüber erzürnen, zum Zorn reizen, N. T – Pass. worüber zürnen, ὅταν ὑμᾶς ἴδῃ παροργισϑέντας τι πρός τινας, Dem. 26, 17; Theophr. u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek