- παρ-ορκία
παρ-ορκία, ἡ, Eidverletzung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ορκία, ἡ, Eidverletzung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρκιον — ὅρκιον, τὸ (Α) [όρκος] 1. όρκος 2. το αντικείμενο τού όρκου, συνθήκη, συμφωνία 3. υπόσχεση που συνοδεύεται από ένορκη βεβαίωση 4. στον πληθ. τὰ ὅρκια α) θυσίες, τελετές, οι οποίες συνόδευαν την παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, την ένορκη συμφωνία β)… … Dictionary of Greek
δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek