αἰγο-πόδης

αἰγο-πόδης

αἰγο-πόδης, ziegenfüßig, Ep. ad. 412 (Plan. 15).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαθροπόδης — λαθροπόδης, ὁ (Α) αυτός που περπατά χωρίς να γίνεται αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + πόδης (< πους, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοπόδης — και μοσκοπόδης, α, ικο (Μ) αυτός που ευωδιάζουν τα πόδια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχ(ο) * + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης, γυμνοπόδης)] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπόδης — ο (Α ξυλοπόδης) αυτός που έχει ξύλινα πόδια, ξυλοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. αιγο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”