αἰγιαλός

αἰγιαλός

αἰγιαλός, ὁ (ἀΐσσω), Meeresküste, flache, im Ggstz der steilen, ἀκτή, vgl. Luc. Tox. 4; Hom. Iliad. 2, 210 ὡς ὅτε κῠμα πολυφλοίσβοιο ϑαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βοέμεται, 4, 422 ὡς δ' ὅτ' ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι κῦμα ϑαλάσσης ὄρνυτ', 14, 34 εὐρύς περ ἐὼν αἰγιαλός, Od. 22, 385 ὥς τ' ἰχϑύας, οὕς ϑ' ἁλιῆες κοῖλον ἐς αἰγιαλὸν πολιῆς ἔκτοσϑε ϑαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ· οἱδέ τε πάντες κύμαϑ' ἁλὸς ποϑέοντες ἐπὶ ψαμάϑοισι κέχυνται;Sp. D. – Einzeln auch bei Att., z. B. Thuc. 1, 7 Xen. An. 6, 4, 4. – Sprüchw. αἰγιαλῷ λαλεῖς, ἐπὶ τῶν ἀνηνύστων, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Αἰγιαλός — sea shore masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλός — sea shore masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Αιγιαλός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 202 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρωστίνης …   Dictionary of Greek

  • Αἰγιαλοῖο — Αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλοῖο — αἰγιαλός sea shore masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλοῖς — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλοῖς — αἰγιαλός sea shore masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλοῖσι — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιαλοῖσι — αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιαλοῖσιν — Αἰγιαλός sea shore masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”