παρ-ορύσσω

παρ-ορύσσω

παρ-ορύσσω, att. -ττω, dabei graben, τάφρον, Thuc. 6, 101; bes. um die Wette graben, schaufeln, Sp., wie Epict. 3, 15, 4; καὶ λακτίζειν, D. L. 6, 27, eine Vorübung, die von denen 30 Tage lang getrieben werden mußte, die in den olympischen Spielen als Faustkämpfer auftreten wollten. Vgl. Interprett. zu Theocr. 4, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • αδαμαντωρύχος — ο εργάτης αδαμαντωρυχείου και γενικά αυτός που ασχολείται με την αναζήτηση και εξόρυξη διαμαντιών σε ορυχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + ορύσσω. ΠΑΡ. αδαμαντωρυχεῖο] …   Dictionary of Greek

  • αλατωρύχος — ο 1. εργάτης αλατωρυχείου 2. αυτός που εκμεταλλεύεται αλατωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + ωρύχος < ορύσσω. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατωρυχία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”