αἱμό-διψος

αἱμό-διψος

αἱμό-διψος, blutdürstig, Luc. Ocyp. 97.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κατάδιψος — κατάδιψος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη δίψα, μεγάλη επιθυμία για κάτι («κατάδιψοι λόγου», Μ. Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + διψος (< δίψα), πρβλ. αιμό διψος, υπέρ διψος] …   Dictionary of Greek

  • φοβόδιψος — ον, Α αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, υδρόφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβο (< ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ τού ρ. φέβομαι) + διψος (< δίψα), πρβλ. αἱμό διψος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”