μᾱνός

μᾱνός

μᾱνός, dünn, locker, lose, auch = einzeln, spärlich; σῶμα, ὀστοῠν, Plat. Tim. 78 d 75 c; διὰ μανῶν τῶν σαρκῶν, 79 c, weiches, lockeres Fleisch, wie Sp. Vom Pulse, langsam, selten, in langen Zwischenräumen schlagend, Med.; μαλακὸν καὶ μανὸν σπέρμα vrbdt Theophr., der es auch dem πυκνός gegenüberstellt, wie Xen. Cyn. 6, 15, ἴχνη πυκνά, μανά; vgl. Arist. gen. an. 5, 3. – Die Länge des α bei den Attikern bemerkt Phryn. in B. A. 51; dah. ist bei Plat. Legg. V, 734 c, wie Xen. Cyr. 7, 5, 6, μανότερον zu schreiben, wie die Spuren des Hafen Cyn. 5, 4 ἴχνη μανότατα heißen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • μανός — μᾱνός , μανός loose masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάνος, Δημήτριος — (Χάλκη Πριγκιποννήσων Κωνσταντινούπολης 1914 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε επί μία εικοσαετία (1935 55) σε ανώτερα σχολεία της Κωνσταντινούπολης… …   Dictionary of Greek

  • Μάνος, Στέφανος — (Αθήνα 1939 –). Πολιτικός, μηχανολόγος μηχανικός. Κατάγεται από την Αρκαδία. Ήταν γιος του γιατρού Αλέξανδρου Μάνου, διευθυντή της χειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου Ευαγγελισμός (1945). Το 1963 αποφοίτησε από τη σχολή μηχανολόγων μηχανικών… …   Dictionary of Greek

  • Κατράκης, Μάνος — (Κίσσαμος Κρήτης 1908 – Αθήνα 1984). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε ως ηθοποιός το 1928 στον Θίασο των Νέων και από το 1932 ανήκε στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου, από το οποίο αποχώρησε, όταν στρατεύτηκε (1940).… …   Dictionary of Greek

  • Κοντολέων, Μάνος — (Αθήνα 1946 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1922. Σπούδασε στο φυσικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως συνεργάτης της ΕΡΤ (Γ’ Πρόγραμμα), των… …   Dictionary of Greek

  • Λοΐζος, Μάνος — (Αλεξάνδρεια 1937 – Μόσχα 1982). Μουσικοσυνθέτης. Έχοντας παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής σε νεαρή ηλικία, ο Λ. έφτασε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην Αθήνα για να σπουδάσει. Ξεκίνησε στη φαρμακευτική σχολή, συνέχισε στην εμπορική, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Χατζιδάκις, Μάνος — (Ξάνθη 1925 – Αθήνα 1994). Συνθέτης. Ο X. κατάγεται από την Κρήτη. ‘Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1944 γράφοντας μουσική για θεατρικά έργα. Η πρώτη του εργασία ήταν η μουσική για το έργο του Ευγ. O’ Νιλ Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Το 1948… …   Dictionary of Greek

  • Ελευθερίου, Μάνος — (Σύρος 1938 –). Ποιητής, στιχουργός και διηγηματογράφος. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου και τελείωσε τις βασικές του σπουδές. Σταδιοδρόμησε επαγγελματικά γράφοντας στίχους για τραγούδια. Στα ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • μανά — μᾱνά , μανός loose neut nom/voc/acc pl μᾱνά̱ , μανός loose fem nom/voc/acc dual μᾱνά̱ , μανός loose fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”