νώνυμος

νώνυμος

νώνυμος (νηὄνομα), namenlos, d. i. ruhmlos, unberühmt; Od. 13, 239. 14, 182 (vgl. auch das Vorige); auch Tragg., wie Aesch. Pers. 964; Soph. οὐδεὶς τῶν ἀγαϑῶν εὔκλειαν αἰσχῦναι ϑέλει νώνυμος, El. 1073; – Tull. Laur. 3 (VII, 17) vrbdt οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῦς νώνυμος ἠέλιος, wird ohne den Namen der Sappho, ihrer uneingedenk sein.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νώνυμος — n(e masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωνύμως — νώνυμος n(e adverbial νώνυμος n(e masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώνυμον — νώνυμος n(e masc/fem acc sg νώνυμος n(e neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωνύμους — νώνυμος n(e masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώνυμοι — νώνυμος n(e masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώνυμ(ν)ος — νώνυμ(ν)ος, ον (Α) 1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος 3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • УСЫНОВЛЕНИЕ —    • Adoptio,          сокр. из adoptatio, различают:          a) adoptio в тесном смысле слова, когда лицо, которое хотят усыновить, находится само еще под отеческой властью,          b) arrogatio, если усыновляемый достиг уже гражданской… …   Реальный словарь классических древностей

  • НАСЛЕДСТВА ПРАВО —    • Hereditas.     I. Аттическое.          В Афинах право наследства зависело от того, оставил ли умерший завещание или нет. До Солона нельзя было завещать имущество, но оно оставалось во владении рода (γένος). Солоново законодательство… …   Реальный словарь классических древностей

  • νωνυμία — νωνυμία, ἡ (Α) [νώνυμος] ανωνυμία, αφάνεια …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”