- μήδευμα
μήδευμα, τό, listiger Anschlag, Schol. Hes. Th. 510.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήδευμα, τό, listiger Anschlag, Schol. Hes. Th. 510.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήδευμα — μήδευμα, τὸ (Α) στρατήγημα, τέχνασμα, πονηρό σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήδομαι «σκέπτομαι, σχεδιάζω, μελετώ», κατά τα ουδ. σε ευμα] … Dictionary of Greek