μήν [2]

μήν [2]

μήν, dor. μάν, vgl. auch μέν, starke Bejahung, Betheuerung ausdrückend, bes. bei einem Befehl oder Versprechen, ja, für wahr, allerdings; ἄγε μὴν πείρησαι, Il. 1, 302, wohlan denn, versuche es doch; ἕπεο μάν, Soph. O. C. 178, s. auch weiter unten; ἦ μήν, ja wahrlich, Il. 9, 57; Hes. Sc. 11. 101; Aesch. Prom. 73 u. öfter; bes. nach ὄμνυμι, Spt. 513; Ar. Nubb. 855 u. sehr häufig; – καὶ μήν, und doch fürwahr, Il. 19, 45. 23, 410; Aesch. Prom. 246. 457 u. sonst oft; καὶ μὴν πεπωκώς γε, Ag. 1161; Ar. Th. 200; – οὐ μήν, fürwahr nicht, Il. 24, 52 Od. 16, 440 u. öfter; Aesch. Spt. 520; οὐ μήν τι ποιναῖς γε ᾠόμην τοίαισί με κατισχανεῖσϑαι, Prom. 268; Soph. O. R. 810; οὐδὲ μήν γε Ar. Vesp. 480; Plat. Phaed. 93 a; auch οὐ μὴν ἀλλάγε, Gorg. 449 c; οὐδὲ μήνγε, Parm. 164 a; – ἀλλὰ μήν, aber ja, doch, Aesch. Pers. 229; ἀλλὰ μὴν εὔνους γε, 222; ἀλλὰ κἀγὼ μήν, Ag. 1637; ἀλλ' ἔστι μὴν οἰκητός, Soph. O. C. 28; öfter bei Plat. u. sonst in Prosa; ἀλλ' οὐ μήν, Plat. Parm. 149 a; – γε μήν, Aesch. Spt. 1054; ἄνα γε μὰν δόμοι, Ch. 957; ὅρα γε μήν, Soph. O. C. 593, vgl. El. 961; τόδε γε μὴν ἔχεις λέγειν ὅτι, Plat. Parm. 153 a, öfter; Xen. Mem. 1, 4, 5 u. A.; – τί μήν; warum nicht? Aesch. Eum. 194, wie Plat. Polit. 258 b u. öfter; ποῦ μήν; wo aber? Theaet. 142 a; ποῖα μὴν λέγεις; Rep. VII, 523 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • Μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • μήν — μείς Ars Prooem. masc nom/voc sg μήν Ars Prooem. indeclform (particle) μής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῆν — Μᾶ fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῆν' — Μῆναι , Μήνη moon fem nom/voc pl Μῆναι , Μηνᾶς masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῆν' — μῆναι , μαίνομαι rage aor inf act μῆναι , μαίνομαι rage aor imperat mid 2nd sg μῆνα , μαίνομαι rage aor ind act 1st sg (homeric ionic) μῆνε , μαίνομαι rage aor ind act 3rd sg (homeric ionic) μῆνα , μείς Ars Prooem. masc acc sg μῆνε , μείς Ars… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ου μην αλλά — (ΑΜ οὐ μὴν αλλά) αλλ όμως, μολονότι, προσέτι («οὐ μὴν ἀλλ ἐπέμεινεν ὁ Κῡρος... καὶ ὁ ἵππος ἐξανέστη», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. oὐ μὴν ἀλλὰ καί προσέτι, προς τούτοις, εκτός από αυτά και... («οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ ἐγκλήματος τούτου δῆλόν ἐστιν»,… …   Dictionary of Greek

  • ου μην — οὐ μήν (ΑΜ, Α δωρ. και αιολ. τ. οὐ μάν) αλλ όμως όχι, οπωσδήποτε όχι («οὐ μήν οὐ δύνανται τοὺς ἐπινηχομένους λαθεῑν ἰχθύας», Αισχύλ.) αρχ. oὐ μήν... γε (συν. όταν προηγείται άρνηση) ούτε βεβαίως (« Αφροδίτης μὲν γὰρ οὔ μοι φαίνεται... οὐ μὴν… …   Dictionary of Greek

  • και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • Τό πρᾶγμά σου ασφάλιζε καὶ τὸν γείτονά σου κλέπτην μὴν τὰν κάμης. — См. Плохо не клади, в грех не вводи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἠράμην — ἠρά̱μην , ἀράομαι pray to imperf ind mp 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἠρά̱μην , ἀρέομαι plup ind mp 1st sg (attic) ἠ̱ράμην , αἴρω attach aor ind mid 1st sg (attic epic ionic) ἔραμαι love imperf ind mp 1st sg ἠρά̱μην , ἐράομαι love imperf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”