αἶμα

αἶμα

αἶμα, τό, Blut, das flüssige, vgl. βρότος, πορφύρεον Il. 1 7, 360, κελαινόν 1, 303, μέλαν 7, 262, κελαινεφές 21, 167, φοίνιον Od. 18, 97, u. sonst überall. Dann 1) Blutvergießen, Mord, wie etwa Hom. Il. 11, 164 Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεὺς ἔκ τε κονίης ἔκ τ' ἀνδροκτασίης ἔκ ϑ' αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῠ, 19, 214 φόνος τε καὶ αἷμα καὶ στόνος ἀνδρῶν und Pind. χάλαζαν αἵματος ἀμύνεσϑαι I. 6, 27; oft bei den Trag. auch im plur., Aesch. Ag. 698 Eum. 195. 339 Soph. O. R. 101 O. C. 408; so αἵματος δίκη Aesch. Eum. 722, δημηλασία ἐφ' αἵματι Suppl. 6; ἐφ' αἵματι φεύγειν Dem. 21, 105; αἷμα συγγενὲς φεύγειν Eur. Suppl. 118; συγγενῶν αἱμάτων δίκη Plat. Legg. 9, 872 b; ἐφ' αἵματι ἀκουσίῳ εἷλον Paus. 5, 1, 6; αἱ ἐφ' αἵματι κρίσεις, Blutgerichte, Harpocr. Die Trag. verb. sogar εἴργασται δ' ἐμοὶ μητρῷον αἷμα, Eur. Or. 280, αἷμ' ἐπράξαμεν 1132. wie auch Polyb. 15, 31 ποιεῖν αἷμα καὶ φόνους verb.; αἷμα φυσᾶν. Mord schnauben, Soph. El. 1385. – 2) Blutsverwandtschaft, Geblüt, Geschlecht, Hom. Iliad. 6, 211. 20, 241 ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι, vgl. Plat. Soph. 268 d; Plut. Pomp. 36; Il. 19, 105 τῶν ἀνδρῶν γενεῆς οἵ ϑ' αἵματος ἐξ ἐμεῠ εἰσίν, 111 τῶν ἀνδρῶν, οἳ σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέϑλης, Od. 8, 583 ἦ τίς τοι καὶ πηὸς ἀπέφϑιτοἸλιόϑι πρό ἐσϑλὸς ἐών, γαμβρὸς ἢ πενϑερός, οἵ τε μάλιστα κήδιστοι τελέϑου σι μεϑ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν; Od. 4, 611 αἵματός εἰς ἀγαϑοῖο, φίλον τέκος, οἷ' ἀγορεύεις, Od. 16, 300 εἰ ἐτεόν γ' ἐμός ἐσσι καὶ αἵματος ἡμετέροιο; Pind. P. 2, 32 ἐμφύλιον αἷμα, vgl. Soph. O. R. 1406 Aesch. Eum. 89; Nem. 3, 62 τεὸν αἷμα deine Nachkommen; ἐξ αἵματος γίγνεσϑαι Aesch. Spt. 128; ἀφ' αἵματος ἡμετέρου Soph. O. C. 245; ἄλλων τραφεὶς ἀφ' αἱμάτων Eur. Ion 705. τέκνα σἔϑεν ἀφ' αἱμ. Or. 194; οἱ πρὸς αἵματος. die Blutsverwandten, Soph. Ai. 1284 El. 1114; ἐν αἵματί τινος εἶναι, Aesch. Eum. 596. So sp. D., wie Add. 9 (VII, 238). – Man führt auch Soph. El. 1386 νεακόνητον αἷμα für μά γαιρα an. wo Herm. richtig νεοκόνητον hergestellt hat u. αἷμα in gewöhnl. Bedtg zu nehmen. – Auch wie bei uns übertr., βοτρύων Achill. Tat. 2, 2; κοχλίδων, Purpurfarbe, Luc. Catapl. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἷμα — blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — το, ατος 1. το υγρό που κυκλοφορεί στα αγγεία του σώματος όλων των ζώων: Έκοψε το χέρι του κι έτρεξε λίγο αίμα. 2. το σόι που ανήκει κανείς: Αυτός έχει γαλάζιο αίμα (είναι αριστοκράτης). 3. παροιμ. φρ., «Παίρνω το αίμα πίσω», εκδικούμαι· «Mου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίμα δράκοντα — Ρητίνη που παράγεται από ορισμένα είδη του φυτού δράκαινα (οικογένεια λειλιιδών) και χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, με χρώμα βαθύ κοκκινωπό, για παρασκευή χρωμάτων και βερνικιών. Το φυτό από το οποίο κυρίως εξάγεται αυτή η ρητίνη είναι η… …   Dictionary of Greek

  • Τὸ αἷμα ὕδωρ οὐ γένεται. — См. Кровь не вода …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ελληνικόν Αίμα — Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1942 και κυκλοφορούσε παράνομα. Μετά την απελευθέρωση η έκδοσή της συνεχίστηκε έως το 1947, οπότε διακόπηκε προσωρινά και επανακυκλοφόρησε έως τον Ιούνιο του 1948. Ιδρυτές της ήταν οι Λ. Πηνιάτογλου, Κ.… …   Dictionary of Greek

  • αἷμ' — αἷμα , αἷμα blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… …   Dictionary of Greek

  • φλέβες — (Ανατ.). Αγγεία του κυκλοφοριακού συστήματος, στα οποία η ροή του αίματος κατευθύνεται προς την καρδιά. Στη μεγάλη κυκλοφορία περιέχουν αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς κι έτσι είναι φτωχό σε οξυγόνο (φλεβικό αίμα). Στη μικρή κυκλοφορία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”