παρ-ανᾱλίσκω

παρ-ανᾱλίσκω

παρ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), dabei verwenden, verbrauchen, auch schlecht, auf verkehrte Weise, wider die wahre Absicht verwenden, παραναλίσκετε εἰς οὐδὲν δέον, Dem. 13, 4, vgl. prooem. 21, Luc. Gymnas. 38: Plut. oft u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …   Dictionary of Greek

  • αναλωτής — ο (Α ἀναλωτής) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει, που καταναλίσκει νεοελλ. αγοραστής, καταναλωτής, πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. ΠΑΡ. αναλωτικός] …   Dictionary of Greek

  • εξαναλίσκω — ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, όω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) [αναλίσκω] 1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ έμοῡ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.) 2. εξαντλώ, φθείρω («[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.) 3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω… …   Dictionary of Greek

  • παραναλίσκω — ή παραναλόω Α 1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. παθ. παραναλίσκομαι (για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα 4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”