νᾱός

νᾱός

νᾱός, , ion. νηός, att. νεώς (ναίω, also eigtl. jede Wohnung), die Wohnung eines Gottes auf der Erde, der Temp el; εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, Il. 1, 39; ἑῷ ἐνὶ πίονι νηῷ, 2, 549; ὅϑι οἱ νηός γ' ἐτέτυκτο, 5, 446, öfter; Πύϑιον ναὸν καταβάντα, Pind. P. 4, 55; ϑεῶν ναοῖσιν, Ol. 13, 21, öfter; ναοὺς ἱκέσϑαι δαιμόνων, Soph. O. R. 912; ἀμφικίονες, Ant. 286, öfter, wie bei Eur.; auch Plat. hat βωμοὺς καὶ ναούς, Legg. V, 738 c, ναῶν, Rep. III, 394 a; Xen. An. 5, 3, 9 u. sonst einzeln in att. Prosa für νεώς, w. m. vgl. – Insbesondere auch der innere Tempelraum, das Schiff, Her. 1, 183; u. der Ort, in welchem das Bild des Gottes steht, sonst σηκός, Valck. Her. 6, 19, also ein Theil des ἱερόν, mit dem es fast gleichbedeutend gebraucht wird.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ναός — 2 Ma. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — ο 1. κτίριο αφιερωμένο στη λατρεία θεού: Ναός της Αθηνάς. 2. αίθουσα συνεδριάσεων των τεκτόνων, αλλ. εργαστήρι. 3. μτφ., τόπος όπου ασκείται υψηλό λειτούργημα ή καλύπτεται πολύτιμο είδος: Ναός της Θέμιδας (δικαστήριο). – Ναός της ζωής (έγκυα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναός — νᾱός , ναός 2 Ma. masc nom sg νᾱός , ναῦς ship fem gen sg (doric) ναῦς ship fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιπρόστυλος ναός — Αρχαίος ελληνικός ναός που έχει κολόνες μπροστά και πίσω στις δύο στενότερες πλευρές του, όπως o Παρθενώνας και o ναός της Απτέρου Νίκης …   Dictionary of Greek

  • Νικολάου Ορφανού, ναός του αγίου- — Βλ. λ. Θεσσαλονίκη …   Dictionary of Greek

  • Ερέχθειο — Ναός στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο σημαντικότερος ναός ιωνικού ρυθμού των κλασικών χρόνων που σώζεται έως σήμερα και συγχρόνως μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής σύνθεσης αρχαίου ελληνικού ναού. Η λατρεία στο ίδιο κτίριο περισσότερων θεοτήτων –που… …   Dictionary of Greek

  • καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα …   Dictionary of Greek

  • Πιταρέτι — Ναός του 13ου αι., στη Γεωργίας. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα δείγματα της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής. Το κτίριο έχει ορθογωνική κάτοψη με ένα θόλο που υποβαστάζεται από δύο αυτοφερόμενα υποστυλώματα και από τοξοειδείς προεξοχές. Στη νότια… …   Dictionary of Greek

  • Наос — (ναός, т. е. корабль) центральное помещение в древнегреческих храмах, святилище, в котором стояли статуи богов (см. Древнегреческое искусство). Слово Н. доныне употребляется для обозначения продолговатой части внутри православных церквей,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”