αἰσχυνη

αἰσχυνη

αἰσχυνη, , Scheu vor schändlichen Handlungen, Schaam über begangenes Unrecht u. die daraus erwachsende Schande (Plat. Defin. φόβος ἐπὶ προςδοκίᾳ ἀδοξίαςλ personificirt bei Aesch. Spt. 391 αἰσχύνης ϑρόνον τιμᾶν: τινός, vor etwas, Dem. 1, 27; ἐπί τινι, Plat. Conv. 178 d; ὑπέρ τινος, Dem. 4, 10; ὑπ' αἰσχὁνης, öfter, vor Schaam; αἰσχύνην φέρει, es bringt Schande, Soph. Trach. 66; τινί; Plat. Conv. 184 e Menex. 247 a; Is. 1, 29; Isocr. 4, 176, und sonst; auch αἰαχὐνην ἐχει, im Ggstz von δόξαν φέρει, Thuc. 4, 5; εἰς αἰσχ. φέρει Her. 1, 10; αἰσχύνην ἀφείς, Schaam bei Seite setzend, Soph. Phil. 120; αἰσχ. ἔχει μέ τινος El. 606, ich schäme mich vor etwas; τὴν αἰσχύνην πᾶσαν ἀπολωλέκασιν Apollod. com. Stob. 46, 15; ἐν αἰσχύναις ἔχειν Eur. Suppl. 176; αἰσχύνην προςβάλλειν τινί, Schimpf anhängen, Plat. Legg. IX, 878 c; häufiger περιάπτειν τῇ πόλει Apol. 35 a; αἰσχ. περιίσταταί με, συμβαίνει μοι, Schimpf trifft mich, Dem. 3, 8. 18, 85; aber ἡ πρὸς τοὺς γονέας παρὰ τῶν νέων αἰσχ., die Ehrerbietung, Dem. 25, 22. – Auch Entehrung, αἰσχύνης γράφεσϑαί τινα Plat. Legg. XI, 919 b; γυναικῶν αἰσχύναι, Entehrungen, Isocr. 4, 114; παῖδα πρὸς Φίλιππον ἐπ' αἰσχύνῃ ἔπεμψε Dem. 19, 233. – Bei Sp. die Schaamtheile, z. B. Schol. Ar. Equ. 364.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αισχύνη — η (Α αἰσχύνη) 1. το συναίσθημα τής ντροπής που δοκιμάζει κανείς για αισχρές πράξεις δικές του ή τών άλλων, η αιδώς (προσωποποιημένη στον Αισχύλο) 2. αίσχος, καταισχύνη, όνειδος (μσν. αρχ.) (ευφημ.) αιδοίο αρχ. 1. ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα …   Dictionary of Greek

  • αισχύνη — η ντροπή, ατίμωση: Για όλα όσα έγιναν ένιωθε αισχύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰσχύνη — αἰσχύ̱νη , αἰσχύνη shame fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχύνῃ — αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνη shame fem dat sg (attic epic ionic) αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly aor subj mid 2nd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly aor subj act 3rd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly pres subj mp 2nd sg αἰσχύ̱νῃ , αἰσχύνω make ugly pres ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυνῇ — αἰσχύνω make ugly fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχῦναι — αἰσχύνη shame fem nom/voc pl αἰσχύνω make ugly aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • αἰσχύνα — αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc/acc dual αἰσχύ̱νᾱ , αἰσχύνη shame fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχύνας — αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem acc pl αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνη shame fem gen sg (doric aeolic) αἰσχύ̱νᾱς , αἰσχύνω make ugly aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сором — род. п. а, наряду со срам, заимствованным из цслав., укр. сором, блр. сором стыд , др. русск. соромъ, ст. слав. срамъ αἰσχύνη (Супр.), болr. срам(ът), сербохорв. сра̑м, род. сра̑ма, словен. srȃm, род. п. srȃma, sramȗ, н. луж. srom, sromota.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”