αὐτοῦ

αὐτοῦ

αὐτοῦ, andemselben Orte, daselbst, von Hom. an häufig, oft mit näherer Ortsbestimmung, αὐτοῠ τῷδ' ἐνὶ χώρῳ Hom. Od. 10, 271, αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ Iliad. 2. 237, αὐτοῠ ἔνϑα Il. 8, 207; οἱ ἐνϑάδ' αὐτοῦ Eupol. Stob. Flor. 4, 33; κεῖϑι αὐτοῦ H. h. Apoll. 374; so oft in Prosa fast pleonastisch zugesetzt, αὐτοῠ ταύτῃ, an derselben Stelle, Her. 4, 135; αὐτοῦ, halt! Soph. O. C. 192. Auch bei Verbis der Bewegung, Plat. Polit. 397 d; – αὑτοῦ, s. ἑαυτοῠ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • .αυτοῦ — αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg αὑτοῦ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτού — και ευτού (AM αὐτοῡ) επίρρ. ακριβώς σ αυτό το μέρος, εδώ, εκεί νεοελλ. 1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς 2. τότε, στη στιγμή αρχ. φρ. «αὐτοῡ ταύτη» ακριβώς εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)] …   Dictionary of Greek

  • αυτού — 1. επίρρ. τοπικό, σ αυτό το μέρος: Κάθισε αυτού που είσαι. 2. σπν. επίρρ. χρον., τότε: Κι αυτού στο γέρμα του ηλιού, κοντά να ξημερώσει (δημοτ. στίχ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοῦ — αὐτός self neut gen sg αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ just there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὑτοῦ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut gen sg ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. — εἰς τὴν αὐτοῦ κεφαλήν. См. На чью либо голову …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. — τὴν αὐτοῦ σκιὰν φοβεῖσθαι. См. Собственной тени боится …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. — τὸν λύκον οἱ πόδες αὐτοῦ τρέφουσιν. См. Волка ноги кормят …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεὶς ἔπτυσεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὡς μὴ τὸ πτύσμα πρὸς τὸ αὐτοῦ καταπεσεῖν πρόσωπον. — См. Вверх не плюй: себя побереги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως. — См. Протей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • καὐτοῦ — αὐτοῦ , αὐτός self neut gen sg αὐτοῦ , αὐτός self masc gen sg αὐτοῦ , αὐτοῦ just there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”