παρ-αλλάσσω

παρ-αλλάσσω

παρ-αλλάσσω, att. -άττω, 1) neben einander stehende Dinge abwechseln lassen, τοὺς ὀδόντας, die Zähne einer Säge so abwechseln lassen, daß der eine Zahn heraus-, der andere hineinsteht, Theophr.; daher verändern, φρένας, Soph. Ant. 298, im schlechten Sinne, verderben (s. 2); τὰ σημεῖα, vertauschen, Plat. Theaet. 194 d. – Auch vorbeigehen, vorübergehen, ἐπεὶ δὲ παρήλλαξαν οἱ πρῶτοι τὴν ἐνέδραν, Xen. Hell. 5, 1, 12; τὴν πόλιν, Pol. 5, 14, 3; τὸν ποταμόν, 15, 2, 8; τὸν τόπ ον, D. Sic. 3, 26; auch von der Zeit, τὴν ἡλικίαν, Hel. 10, 23. Daher übh. darüber hinausgehen, übertreffen, τινὰ τῷ τάχει, Arist. meteor. 1, 4; – fortgehen von Einem, τινά, Plut. Cam. 25; u. im schlimmen Sinne, übertreten, z. B. ein Gesetz, Aesch. 3, 192. – 2) intr. abweichen, verschieden sein von Etwas, γίγνεσϑαί τε ταῦτα ἀεὶ ὡςαύτως καὶ οὐδαμῇ οὐδὲν παραλλάττειν, Plat. Rep. VII, 530 d; abirren, παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ὅσα παραλλάττει τῶν πολλῶν ἐν ταῖς ἄλλαις πόλεσι δικαίων, Legg. XII, 957 b; sich entfernen, Aesch. Ag. 412; Φρύγες τὴν ἀγχοτάτω τῆς Παφλαγονικῆς σκευὴν εἶχον ὀλίγον παραλλάσσοντες, Her. 7, 73; Sp., εἶδεν γυναῖκα μηδὲν Ἐρινύος τραγικῆς παραλλάττουσαν, Plut. Dion. 55; dah. auch = sich auszeichnen, τῇ διαφορᾷ τοῦ καϑοπλισμοῠ πρὸς τὴν ἐνεστῶσαν χρείαν πολὺ παραλλάττειν, Pol. 18, 8, 2; auch impers., οὐ γάρ τι σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως, es ist kein geringer Unterschied, Plat. Theaet. 169 e; – vom richtigen Wege abweichen, bes. übertr. vom Verstande kommen, wahnsinnig werden, διὰ νόσον ἤ τινα ἐνϑουσιασμὸν παραλλάξας, Plat. Tim. 71 e, öfter; Eur. Hipp. 935; Poll. 1, 15 ἐκ ϑεοῦ;παρηλλαγμένος, unterschieden, abweichend, außerordentlich, καὶ ἴδιον Pol. 3, 55, 1, καὶ ξένη ἐπιφάνεια 2, 29, 1, öfter; παρηλλαγμένοι τοῖς μεγέϑεσιν ὄφεις, D. Sic. 17, 90; vgl. uoch διὰ τὸ παρηλλάχϑαι τὴν ἔξοδον πρὸς τὸν εἰϑισμένον καιρόν, er hatte im Vergleich mit der gewöhnlichen Zeit etwas Außerordentliches, Pol. 5, 56, 11, u. παρηλλαγμένον τῆς συνηϑείας 7, 17, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταπαραλλάσσω — (Α) ανταλλάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + παρ αλλάσσω «αλλάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • ανάλλακτος — και χτος και γος, η, ο (Α ἀνάλλακτος, ον) αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί 2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • παραλλάξ — Α επίρρ. (με τροπ. σημ.) 1. διαδοχικά, εναλλάξ 2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως 3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί» (για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του,… …   Dictionary of Greek

  • παραμείβω — ΜΑ (ενεργ. και μέσ.) (για ποταμό) περνώ ή ρέω κοντά σε κάποιον τόπο («παραμειβόμενος δὲ τούτοις καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην», Ηρόδ.) αρχ. 1. αλλάζω τη θέση δύο αντικειμένων 2. μεταβάλλω κάτι εντελώς 3. (το μέσ.) παραμείβομαι αφήνω έναν τόπο κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”